- ποτίφορος
- ποτῐφορος (cf. πρόσφορος)1 suitable
ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.31
ποτίφορος δ' ἀγαθοῖσι μισθὸς οὗτος pr. N. 7.63
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.31
ποτίφορος δ' ἀγαθοῖσι μισθὸς οὗτος pr. N. 7.63Lexicon to Pindar. William J.. 2010.