ποτίφορος

ποτίφορος
ποτῐφορος (cf. πρόσφορος)
1 suitable

ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.31

ποτίφορος δ' ἀγαθοῖσι μισθὸς οὗτος pr. N. 7.63

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποτίφορος — ον, Α (δωρ. τ.) πρόσφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + φορος (< φέρω), πρβλ. πρόσ φορος] …   Dictionary of Greek

  • ποτίφορος — πρόσφορος serviceable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”